αλλοτριοπραγμοσυνη

αλλοτριοπραγμοσυνη
    ἀλλοτριοπραγμοσύνη
     Plat. = ἀλλοτριοπραγία См. αλλοτριοπραγια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλλοτριοπραγμοσυνη" в других словарях:

  • αλλοτριοπραγμοσύνη — ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) [ἀλλοτριοπράγμων] η αλλοτριοπραγία* …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοτριοπραγμοσύνη — meddlesomeness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριοπραγμοσύνην — ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριοπραγμοσύνης — ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτριοπραγμοσύνας — ἀλλοτριοπραγμοσύνᾱς , ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem acc pl ἀλλοτριοπραγμοσύνᾱς , ἀλλοτριοπραγμοσύνη meddlesomeness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοτριοπράγμων — ἀλλοτριοπράγμων ( ονος), ον (Α) αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο περίεργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πράγμων < πρᾶγμα. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγμοσύνη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»